-
1 ἐγκτάομαι
A acquire possessions in a foreign country, πόλιν ἐν Θρηΐκῃ (v.l. for ἐγκτις-) Hdt.5.23; οἱ ἐγκεκτημένοι citizens who possess property in a deme not their own, opp. δημόται, D.50.8, cf. X.Vect.2.4, PGnom. 243.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκτάομαι
-
2 ἐγκτίζω
A found, build among,πόλεις ἔθνεσιν Plu.2.328e
:—[voice] Med., πόλιν ἐν Θρηΐκῃ v.l. in Hdt.5.23 (cf. ἐγκτάομαι).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκτίζω
См. также в других словарях:
νεόκτιστος — και νιόκτιστος και νιόχτιστος, η, ο (ΑΜ νεόκτιστος και ποιητ. τ. νεόκτιτος, η, ον) αυτός ο οποίος κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που ιδρύθηκε πρόσφατα («Μίλητον μὲν ἔα καὶ τὴν νεόκτιστον ἐν Θρηΐκη πόλιν», Ηρόδ.) μσν. (για πρόσ.) αυτός που διορίστηκε… … Dictionary of Greek